- μαδέρα
- η мадера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαδέρα — (Madeira). Συστάδα ηφαιστειογενών νησιών (794 τ. χλμ., 253.482 κάτ. το 2001) στον Ατλαντικό ωκεανό, που ανήκουν διοικητικά στην Πορτογαλία, της οποίας αποτελούν το ομώνυμο διοικητικό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την πόλη Φουνσάλ (115.403 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… … Dictionary of Greek
Κάρολος Α’ — I (Carlos Ι, 1863 – 1908). Βασιλιάς της Πορτογαλίας (1889 1908). Ήταν γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Α’. Διοίκησε τη χώρα του με απολυταρχικό τρόπο, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του λαού του. Επέβαλε βαριά φορολογία, περιόρισε τον αριθμό των… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
αλεκτορίς — (alectoris).Γένος πουλιών της οικογένειας των φασιανιδών, της τάξης των ορνιθομόρφων. Μοιάζουν πολύ με τις πέρδικες, ενώ το χρώμα του σώματός τους είναι κόκκινο και των φτερών τους καστανό. Ζουν κατά ομάδες και το θηλυκό γεννάει 10 με 15 αβγά,… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Έρημα Νησιά — Ακατοίκητη νησιωτική συστάδα του Ατλαντικού, στο αρχιπέλαγος της Μαδέρα (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
Ερρίκος ο θαλασσοπόρος — (Henrique Navegabor, Πόρτο 1394 – Σάγκρες 1460). Ινφάντης της Πορτογαλίας. Γιος του βασιλιά Ιωάννη A’, ήταν ο εμψυχωτής των μεγάλων γεωγραφικών εξερευνήσεων που επιχείρησαν οι Πορτογάλοι τον 15o αι. Σε ηλικία 21 ετών είχε λάβει μέρος σε μια… … Dictionary of Greek
Κάναν, Έντουιν — (Edwin Cannan, Μαδέρα 1861 – Λονδίνο 1935). Άγγλος οικονομολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (London School of Economics). Θεωρείται από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές των φιλοσοφικών θεωριών του Άνταμ Σμιθ. Tο… … Dictionary of Greek
τριπτερύγιο — Γένος ψαριών της οικογένειας των βλενιιδών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μικρών ψαριών, τα οποία έχουν λεπτό μακρόστενο σώμα. Στη ράχη τους υπάρχουν 3 πτερύγια, από τα οποία τα 2 πρώτα είναι αγκαθωτά και το τρίτο μαλακό. Από τα ευρωπαϊκά είδη,… … Dictionary of Greek